- στηλοῦμαι
- στηλόωset up as apres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιστηλούμαι — όομαι, Α στήνομαι ολόγυρα με τη μορφή στηλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στηλοῦμαι «στήνομαι, ιδρύομαι» (< στήλη)] … Dictionary of Greek
στηλώνω — στηλῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σταλῶ, όω, Α [στήλη] νεοελλ. έχω, κρατώ κάτι κατακόρυφα σαν στήλη («μα η Ροδόπη ξέφωτη στηλώνει την κορφή της / μεσουρανίς», Γρυπ.) μσν. αρχ. τοποθετώ, στήνω σαν στήλη («ἐστήλωσεν ἐπ αὐτὸν σωρὸν λίθων», ΠΔ) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ԱՐՁԱՆԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0367 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c, 13c չ. στηλόομαι, στηλοῦμαι immotus sto ceu cippus, sto sicut statua, adfigor Նբրեւ արձան կանգնիլ. անշարժ կալյոտին. դադարել. ուրեք. զետեղիլ. հաստատուն կալ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)